- εὐθυεπής
- εὐθῠ-επής, ές, ([etym.] ἔπος)A plain-spoken, Adam.1.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυεπής — εὐθυεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλι επής, α μετρο επής] … Dictionary of Greek
εὐθυεπεῖς — εὐθυεπής plain spoken masc/fem acc pl εὐθυεπής plain spoken masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυεπές — εὐθυεπής plain spoken masc/fem voc sg εὐθυεπής plain spoken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυέπεια — εὐθυέπεια και εὐθυεπία [ευθυεπής] ἡ (Α) το να μιλάει κάποιος με παρρησία, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα … Dictionary of Greek
ευθυλόγος — εὐθυλόγος, ον (Α) ο ευθυεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + λόγος < λέγω (πρβλ. ακριβο λόγος, ετυμο λόγος)] … Dictionary of Greek